Η Αφήγηση ως κεντρικός Το Στρίψιμο της βίδας[1] έπεσε στα χέρια μου εκεί γύρω στα τέλη της Άνοιξης. «Τί πιο τρομερό από το να ξεκινήσει το καλοκαίρι της έτσι», ίσως σκεφτεί κάποιος, ειρωνικά. Κι όμως, λίγοι μπορούν ν αμφισβητήσουν τη γοητεία του συγκεκριμένου πονήματος του Henry James. Παρόλες τις κινηματογραφικές, θεατρικές και πρόσφατα τηλεοπτικές μεταφορές αυτού του λογοτεχνικού έργου, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ουσιαστικά η ιστορία, η θεματική στήνεται γύρω από έναν κύκλο αφηγητών. Ότι η όσμωση που δημιουργείται μέσα στην αφηγηματική κοινότητα, είναι κι αυτή που οδηγεί τον αφηγητή στην αρχή και στη συνέχεια, εν είδη εγκιβωτισμού, την αφηγήτρια να στρίψει τη βίδα του σασπένς στην ιστορία του/της.
Ποιοί αφηγούνται και κυρίως για ποιο λόγο αφηγούμαστε; Σε τί εξυπηρετεί η αφήγηση; Και με ποιά θέματα μας αρέσει να τραβάμε την προσοχή των ακροατών μας;
|
Συνήθως, έχουμε μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για κάποιον που αφηγείται: ένας άνθρωπος, στη μέση μιας αίθουσας ή απέναντι από ένα κοινό, εξιστορώντας ένα αφήγημα. Παραμύθι; Ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστεί; Κατορθώματα ηρώων; Κάτι παράδοξο, ανατριχιαστικό, ευτράπελο που όμως μπορεί και να έχει συμβεί; Ο/η αφηγητής/αφηγήτρια είναι αυτό το πλάσμα που αναλαμβάνει να πει μια ιστορία, θεωρώντας ότι αξίζει να ειπωθεί στη δεδομένη στιγμή, όπου απέναντί του ή γύρω του έχει διαμορφωθεί αυτός ο κύκλος, αυτή η, έστω και για το χρονικό πλαίσιο που θα διαρκέσει η εξιστόρηση, κοινότητα αφήγησης. Γιατί χωρίς αφηγηματική κοινότητα, χωρίς κοινό, χωρίς έναν κύκλο που να αγγίζει πρώτα, να ενώνει, να κάνει τους ακροατές του/της αφηγητή/αφηγήτριας να μοιράζονται κι εντέλει να προωθήσουν κι οι ίδιοι την ιστορία, δεν υπάρχει αφήγηση.
Όταν ο Henry James,στα τέλη του 19ου αι, έπεσε σε κατάθλιψη λόγω του αποτυχημένου
του Guy Domville[2], είχε πείσει τον εαυτό του ότι χρειαζόταν κάτι
που θα τον έβγαζε απ αυτό το ψυχολογικό τέλμα. Η ευκαιρία δεν άργησε να του
δοθεί: «Καταχωρίζω εδώ την ιστορία φαντασμάτων που μου είπε στο Addington (το
βράδυ της Πέμπτης, 10 του μηνός) ο Αρχιεπίσκοπος του Canterbury... για δύο μικρά παιδιά... αφημένα στη φροντίδα των υπηρετών σε μια παλιά
εξοχική έπαυλη, λόγω του θανάτου προφανώς των γονιών τους. Οι υπηρέτες,
μοχθηροί και ακόλαστοι, διαφθείρουν κι εκμαυλίζουν τα παιδιά... Αυτοί πεθαίνουν
(στην ιστορία δεν είναι ξεκάθαρο πώς) και τα φαντάσματά τους επιστρέφουν για να
στοιχειώσουν το σπίτι και τα παιδιά, τα οποία φαίνεται να καλούν κοντά τους...
Τα στοιχεία είναι ασαφή και η ιστορία ατελής, εμπεριέχει όμως μια παράδοξα
φρικιαστική γοητεία. Την ιστορία θα αφηγείται κάποιος τρίτος, ένας εξωτερικός
παρατηρητής.[3]»Και
κάπως έτσι εγένετο το «Στρίψιμο της βίδας»...
Η ιστορία έχει όλα τα στοιχεία μιας νουβέλας.
Πολλοί θεωρούν ότι είναι η απαρχή της νεογοτθικής νουβέλας ή κατά τον Todorov ένα
δείγμα του φανταστικού genre. Η νουβέλα, που εγκαινιάστηκε από τον Βοκάκιο κατά τον
14ο αι με
το Δεκαήμερό του, συνεχίστηκε απ τον
άγνωστο συγγραφέα των Cent Nouvelles nouvellesτο 1460, απ’το
Évangiles des quenouillesπου πρωτοεκδόθηκε στην Bruges, πάλι από
άγνωστο συγγραφέα το 1480, κατά τον 16ο αι απ τον Philippe de Vigneulle και τις
δικές του Cent Nouvelles nouvelles, τον Nicolas de Troyes και
το Grand parangon αλλά κιαπ
την Marguerite de
Navarre με το Heptaméronτης.
το βιβλίο |
Σ αυτό που πρέπει να σταθούμε είναι το γεγονός ότι
υπάρχει ένας κύκλος αφηγητών. Καθένας/καθεμία αφηγείται μια ιστορία έχοντας ένα
συγκεκριμένο θέμα, το οποίο έχει συναποφασιστεί απ όλα τα μέλη. «Δίνω τη φωνή
μου στην/στον...» είναι η χαρακτηριστική φράση της Marguerite
de Navarre στο τέλος κάθε αφήγησης
γυναίκας ή άνδρα στο Heptaméron της και παράλληλα δηλωτική της διάδρασης όλων των
εν δυνάμει αφηγητών. Στην περίπτωση του αφηγητή/ήρωα του James, έχει ήδη υπάρξει ένας κύκλος αφήγησης, αλλά ο συγγραφέας μας αφήνει να
μάθουμε μόνο τα «κόκκαλα» της προηγούμενης ιστορίας. Κι αυτά τα «κόκκαλα» αφενός
οδηγούν τον αφηγητή του να διαλέξει μια πολύ ιδιαίτερη και προσωπική του
ιστορία και αφετέρου «δένουν» ακόμα περισσότερο το ακροατήριο.
«Οι κυρίες που είχαν πει ότι θα παρέμεναν δεν το
έκαναν, ευτυχώς: η αναχώρησή τους ήταν ήδη προγραμματισμένη κι έτσι
υποχρεώθηκαν να φύγουν, λυσσασμένες, όπως είπαν από την περιέργεια που είχε ήδη
καταφέρει να μας ξυπνήσει εκείνος με τις προκαταρτικές του επεξηγήσεις. Αυτό,
όμως, έκανε το τελικό ακροατήριο πολύ πιο συμπαγές και εκλεκτό, μια μικρή ομάδα
φίλων που καθισμένοι γύρω απ τη φωτιά μοιράζονταν μια κοινή έξαψη.»[4]
Ενεργητική παρατήρηση και συμμετοχή με σχόλια και
κριτική είναι απ τη μια πλευρά η αντίδραση του κοινού, χωρίς ωστόσο να
παραλείπεται και η δημιουργία ενός οξύμωρου σχήματος: ταυτόχρονα μ αυτή τη
διάδραση, συνυπάρχει και η παθητική συμμετοχή των υπολοίπων που αποτελούν τον
αφηγηματικό κύκλο. Συγκεντρώνεται κι ακούει προσεκτικά το κοινό και, ίσως,
είναι αυτή η εσωτερική ακρόαση που «μας ανοίγει την πόρτα ενός παραμυθιού.
Αντιλαμβανόμαστε την αφήγηση σαν δονήσεις, οι οποίες μετατρέπονται σε ηλεκτρικά
ερεθίσματα και φτάνουν στον εγκέφαλο μέσω του ακουστικού νεύρου.[5]»
Η συνέχεια είναι αυτή που περιγράφει η Estés: η ιστορία βρίσκει τον χώρο της μέσα στον κάθε
ακροατή και την ερμηνεύει, την αποσυμβολίζει με τον δικό του τρόπο.
Πώς όμως η αφηγήτρια/ο αφηγητής θα φτάσει το κοινό
του κύκλου σε τέτοιο σημείο συμμετοχικότητας ή αντίστοιχα στην μοναχική
παρατήρηση; Ίσως απ τα πιο δύσκολα στοιχήματα για κάποιον που πρόκειται ν
αφηγηθεί είναι η ιστορία που θα διαλέξει. Θα μπορέσει να τραβήξει την προσοχή
του κοινού, θα τους κρατήσει μέχρι το τέλος με το «who done it?»,
θα φτάσει την ιστορία στην κορύφωσή της χωρίς να τους απογοητεύσει και κυρίως
θα αφήσει πάλι τους ακροατές σε μια ήρεμη κατάσταση, όπως όταν ξεκίνησε την
αφήγησή του/της στην αρχή; Αυτός που λέει μια ιστορία οφείλει, πέρα απ την αγάπη
για την τέχνη του, να είναι υπεύθυνος απέναντι στο ακροατήριό του.
Ο Henry James στήνει
το χωροχρόνο της αφηγησής του πολύ μεθοδικά. Μια παραμονή Χριστουγέννων, ο ήρωάς
του ο Douglas, όπως και άλλοι προσκεκλημένοι σε μια εξοχική
κατοικία, με αφορμή την αφήγηση μιας τρομακτικής ιστορίας με υπερφυσικές
διαστάσεις που πρωταγωνιστή της έχει ένα παιδί, στρίβει τη βίδα του suspense στους
ακροατές και υπόσχεται ν αφηγηθεί το βίωμα της γκουβερνάντας της αδελφής του. Η
γυναίκα, στο τέλος της ζωής της, είχε αποφασίσει να καταγράψει τα γεγονότα που
διαδραματίστηκαν στο Bly και αφορούσαν σε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, και την εμφάνιση δύο
σκιών, δύο φαντασμάτων. Ο Douglas προλογίζει την αφήγησή του με τέτοιο τρόπο,ώστε να
στρέψει την προσοχή όλων πάνω του.
«Αν ένα παιδί προσθέτει ένα στρίψιμο στη βίδα του
σασπένς, τι θα λέγατε στην περίπτωση που ήταν δύο τα παιδιά...;»
«Θα λέγαμε, βεβαίως», πετάχτηκε κάποιος, «ότι
στρίβουν δυο φορές τη βίδα! Και θα λέγαμε επίσης ότι θέλουμε να ακούσουμε την
ιστορία τους!»
«Μέχρι τώρα δεν την έχει ακούσει ποτέ άλλος
κανένας εκτός από εμένα. Είναι πάρα πολύ φρικτή».[6]
Ακόμα κι αν δεν έχει προλάβει να χτίσει μια σχέση
με το ακροατήριό του, με κοινές αξίες κι αισθητική, ο αφηγητής/η αφηγήτρια
γίνεται το μέσο, προκειμένου το αφήγημα να κάνει μια διαδρομή μέσα σ έναν
χωροχρονικό άξονα. Μια παλιά ιστορία, που ακούγεται τώρα, κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες και σε ορισμένο χώρο, έχει τη δυναμική να ταξιδέψει μέσω
αυτών που την άκουσαν απ τα χείλη του αφηγητή/της αφηγήτριας.
Αν το πρωτογενές ακροατήριο ενός ανθρώπου, που
αφηγείται μια ιστορία, είναι οι άμεσοι κοντινοί του, είτε είναι αγαπημένοι του,
είτε στενοί του συνεργάτες, είναι το δίχως άλλο αυτό που θα οδηγήσει τον
αφηγητή/την αφηγήτρια σε διορθωτικές κινήσεις, τόσο στην έκφραση όσο και στη
δομή του αφηγήματος, ώστε να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κάτι που όμως δεν
συνέβη στον Henry James και τον πρώτο ακροατή του...
Από Θεατρική παράσταση |
Ο McAlpine,μάλλον, έκανε απλά τη
δουλειά του ως γραμματέας και ίσως να μην άφησε ποτέ την ιστορία να φτάσει και
να «καθίσει» μέσα του. Δεν συνδέθηκε, ίσως, ποτέ με το αφηγηματικό πλαίσιο που
του εξιστόρησε ο Henry James. Εύχομαι, όλοι όσοι αφηγείστε, να δημιουργείτε με το κοινό σας τέτοιους
αφηγηματικούς δεσμούς και, εντέλει, να φτιάχνετε κοινότητες, σαν αυτόν που
έστησε γύρω του ο Douglas μια Παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια έπαυλη στην αγγλική εξοχή.
[1]Henry James, Το στρίψιμο της
βίδας, μετάφραση στα ελληνικά Τόνια Κοβαλένκο, Ψυχογιός, Αθήνα, 2019
[2]Θεατρικό του Henry James του 1894. Όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το έργο, στο τέλος οι θεατές
γιουχάισαν τον συγγραφέα. Στις Σημειώσεις του, ο συγγραφέας δηλώνει ότι
επιστρέφει στην μυθοπλασία, λέγοντας «ξανάπιασα την παλιά μου πένα – την πένα
των αξέχαστων προσπαθειών μου και των ιερών μου αγώνων. Δεν χρειάζεται να πω κάτι
άλλο στον εαυτό μου σήμερα. Το μέλλον ανοίγεται μπροστά μου μεγάλο, γεμάτο και
υψηλό. Ίσως τώρα να είναι η στιγμή που θα γράψω το έργο της ζωής μου. Και θα το
κάνω.»
[3]Από το επίμετρο της ελληνικής έκδοσης όπου υπάρχει
το άρθρο του ιρλανδού συγγραφέα Colm Tóibín και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian με τίτλο «Απόλυτο κακό», σελ. 209
[4]Σελ. 19 από Το στρίψιμο της βίδας,
μετάφραση στα ελληνικά Τόνια Κοβαλένκο, Ψυχογιός, Αθήνα, 2019
[5]Clarissa Pinkola Estés, Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους: Ιστορίες
και Μύθοι του αρχέτυπου της άγριας γυναίκας, Grasset,
Paris, 1996, σελ. 46
[6]Σελ. 14 από Το στρίψιμο της βίδας,
μετάφραση στα ελληνικά Τόνια Κοβαλένκο, Ψυχογιός, Αθήνα, 2019
[7]Από το επίμετρο της ελληνικής έκδοσης όπου υπάρχει
το άρθρο του ιρλανδού συγγραφέα Colm Tóibín και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Guardian με τίτλο «Απόλυτο κακό», σελ. 213