Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

16 ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ... και μια προσπάθεια για ...μαζί

Επιστρέφω στην ΑΧΕΛΩΝΑ μου, μετά από πολύ καιρό, γιατί απλά δεν είχα κάτι να πω και να γράψω ή με παρέσυρε τελικά η μοναξιά μου.

*το παρακάτω κείμενο είναι ένας προσωπικός προβληματισμός και τροφή για σκέψη. Τιποτα πιο πάνω, τίποτα πιο κάτω.

Πριν λίγο καιρό έμαθα πως γίνονται προσπάθειες να συνδεθούμε με ένα πιο...θεσμικό τρόπο ως αφηγητές. Είμαι σκεπτική. Ίσως ήρθε η ώρα βέβαια να γίνει.
Εδώ και καιρό έχω κάποιες σκέψεις που θέλω να μοιραστώ με εσάς παραμυθάδες αλλά και γενικότερα... μιας και δεν είναι λίγοι καλλιτέχνες που ενώ εργάζονται μόνοι κάποια στιγμή αντιμετωπίζουν επαγγελματικά προβλήματα τέτοια που υπαγορεύουν το μαζί.

Πάμε λοιπόν...

Νομίζω πως δεν υπάρχουν πιο μοναχικοί άνθρωποι από τους παραμυθάδες...

Είμαι όπως όλοι οι παραμυθάδες του κόσμου, αγαπώ τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, αγαπώ τον αυθόρμητο, αυτόματο λόγο που πρεσβεύει η αφήγηση. Αγαπώ τις εικόνες, τα ταξίδια, τους δρόμους. Όσο όμως με τριγυρίζουν άνθρωποι και σκέψεις άλλο τόσο αγαπώ και τη μοναξιά μου. 

Λατρεύω την απόλυτη μοναξιά και πολλές φορές σκέφτομαι πως θα μπορούσε να γινόταν να γίνω πολύ πολύ μικρή και να κρυφτώ μέσα σε ένα καρυδότσουφλο που το έχει παρασύρει ένας χείμαρρος μέσα σε ένα πανάρχαιο δάσος, άλλες πάλι σκέφτομαι πως θα μπορούσα να γίνω αόρατη και να περπατάω ανάμεσα στους ανθρώπους σε μια πολύβουη πόλη και άλλες σκέφτομαι τι ωραία θα ήταν να είμαι γιγάντισσα και να δρασκελώ τα βουνά ώσπου να φτάσω στο βορρά να αναπνέω τον αέρα των αιώνιων πάγων...
Αν ζούσα την εποχή των αοιδών και των ραψωδών ή στην εποχή των τροβαδούρων θα είχα μόνο τις ιστορίες μου για προίκα και όπου με βγάλει. Θα περπατούσα τη μέρα και θα κοιμόμουν τη νύχτα σε κάνα στάβλο, σε ένα φιλόξενο ξένο σπίτι ή ένα φτηνό πανδοχείο και για αντάλλαγμα θα έλεγα παραμύθια...

Ονειροπολείς....δεν γίνονται αυτά...θα έλεγα στον τροβαδούρο εαυτό μου. Μα πως δεν γίνονται;
Από τότε που το παραμύθι άνοιξε την αγκαλιά του για μένα, εδώ και 16 χρόνια είμαι μόνη μου. Μόνη μου μέσα σ ένα καρυδότσουφλο, κλείνομαι και ψάχνω τις πανάρχαιες γλώσσες των παραμυθιών, περπατώ αόρατη ανάμεσα σε ανθρώπους σε πόλεις και χωριά, ακούω τις ανάσες τους πονάω με τα μαράζια τους και γελάω με τα καμώματά τους και μετά γίνομαι ένας γίγαντας που καταπίνει την αγάπη του κόσμου για τις ιστορίες όταν δρασκελώ τα βουνά της αφήγησης: παγώνω από αγωνία και καίγομαι από το πάθος ώσπου να παραδώσω την ιστορία μου σώα και αβλαβή στον κόσμο.
…και μετά θέλω πάλι να κλειστώ στο καρυδότσουφλό μου, να ακούσω τις ανάσες του κόσμου, να περπατήσω με τα γιγάντια βήματα μου και πάλι από την αρχή... κουβαλώντας όλο και περισσότερες ιστορίες.

Όσοι ασχολούνται με την αφήγηση πιστεύω θα με καταλάβουν... 
Ο αφηγητής δεν είναι ακριβώς καλλιτέχνης, δεν είναι  ακριβώς ένα επάγγελμα... Ο αφηγητής είναι ένας κουβαλητής, ένας φύλακας ... και 
από την άλλη σε μια εποχή που δεν υπάρχουν πια παραμυθάδες, τροβαδούροι, παππούδες και γιαγιάδες που λένε παραμύθια, οι παραμυθάδες ζουν λέγοντας ιστορίες.

Η αφήγηση είναι πια, μια "παρεχόμενη υπηρεσία", χωρίς αυτό να έχει οτιδήποτε το μεμπτό, αφού οι άνθρωποι αποζητούν την αφήγηση όλο και περισσότερο. 
Έτσι οι παραμυθάδες ζουν από αυτό, καλύπτουν τις ανάγκες τους, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, χτίζουν τη ζωή τους γύρω από την αφήγηση. Το ίδιο συνέβη και σε μένα για λίγο καιρό, έγινε και για εμένα "επάγγελμα". Έζησα από την αφήγηση, δούλεψα σκληρά, ταξίδεψα... 

Μετά από όλους αυτούς τους δρόμους είμαι σκεπτική για το πως θα μπορούσε η αφήγηση να είναι ένα επάγγελμα σαν τα άλλα, να είναι ένας ακόμα ΚΑΔ στην μακριά λίστα της εφορίας. Δεν ξέρω, δεν είμαι αρνητική, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που ζούμε και με την "νέα" τοποθέτηση της αφήγησης και των νεο - αφηγητών, ίσως είναι η ώρα και ίσως είναι αναγκαίο.

Ελπίζω επίσης να μπορούμε οι παραμυθάδες να συναντιόμαστε, να μιλάμε, να δείχνουμε την τέχνη μας να μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας και γιατί όχι να προστατεύουμε τα δικαιώματά μας με νόμιμο τρόπο.

Από την άλλη θα ήθελα να είμαι και ελεύθερη και μόνη μου, να μπαίνω σε ένα καρυδότσουφλο και να με παρασύρει ένας χείμαρρος μέσα σε ένα πυκνό πανάρχαιο δάσος, να περπατώ αόρατη ανάμεσα στους ανθρώπους και να γίνομαι γιγάντισσα να τρέχω προς το βορρά και να αναπνέω όσο αέρα χωράνε τα πνευμόνια μου...

Θα ήθελα να λέω τις ιστορίες μου και να μπορώ να δεχτώ μόνο ένα ποτήρι δροσερό νερό, ένα κομμάτι πίτα και ένα ποτήρι δροσερή μπύρα και να είμαι εντάξει…  αυτό θα προσπαθήσω και δεν ξέρω αν το καταφέρω τελικά…

Σας χαιρετώ παραμυθάδες μου και εύχομαι όλα να πάνε καλά και ακόμα καλύτερα.


Μαρία Παπανικολάου 7/6/2020