Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

«Θεέ μου, δώσε μου ένα παιδάκι κι ας είναι και... αρνάκι» . Από την Προφορική Παράδοση στο Σύγχρονο Σινεμά

 από την Ειρήνη Χρονοπούλου*

 

         

  Μπορεί κάποιος να μιλήσει για τη μεταφορά ενός παραμυθιού στη μεγάλη οθόνη, χωρίς να δώσει παράλληλα και spoilers; Στην περίπτωση του «Αμνού», ίσως και να μη μας ενδιαφέρουν καν τα spoilers…

  Πολλές φορές η βιομηχανία του κινηματογράφου έχει ασχοληθεί, έχει εμπνευστεί, έχει μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη παραμύθια. Δεν θα σταθούμε στις παραγωγές των μεγάλων studios και τα καλλιτεχνικά προϊόντα τους. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για μια ταινία από μια βόρεια, μικρή ευρωπαϊκή χώρα, την Ισλανδία.Ο Valdimar Johanssonn, σκηνοθέτης και συν-συγγραφέας, παρεκκλίνει της πορείας του στις μεγάλες παραγωγές του Hollywood και κεντρίζει το ενδιαφέρον μας, με διαφορετικό τρόπο. Οι νεο-αφηγητές και όσοι έχουν ασχοληθεί με την προφορική παράδοση θα μπορούσαν να εντοπίσουν τη δομή ενός παραμυθιού σ΄ αυτό το καλλιτεχνικό προϊόν του νέουgenre, του folk horror, που δημιουργεί ο ισλανδός σκηνοθέτης, ο οποίος δεν κρύβει την επιρροή του απ τους μύθους των Vikings.

   Λίγα λόγια για την πλοκή: Σε μια σύγχρονη φάρμα στην Ισλανδία, όπου οι ιδιοκτήτες βάζουν στα πρόβατά τους κλασική μουσική και ύμνους, μια παραμονή Χριστουγέννων συντελείται ένα θαύμα. Έρχεται με τη μορφή μιας απόκοσμης και βίαιης αύρας, καθώς κάνει την παρουσία του αισθητή ως αέρας που μουγκρίζει, φοβίζει και εντέλει εισβάλλει στον στάβλο. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τί θα συμβεί στη συνέχεια.

  Το ζευγάρι, άτεκνο, ξεγεννά μετά από λίγο καιρό[1] το θηλυκό πρόβατο που κυοφορούσε το θαύμα. Ξαφνιάζονται μ αυτό που αντικρίζουν, παίρνουν το αρνάκι αγκαλιά και το απομακρύνουν άμεσα από την μητέρα του. Ο αμνός είναι μισός άνθρωπος, είναι μισό κορίτσι... «Θεέ μου, ας είχα ένα παιδάκι κι ας ήταν και αρνάκι», και το πολυπόθητο παιδί, αυτό που το ζευγάρι περίμενε τόσον καιρό, για να επουλώσει ένα άλλο, παλιότερο τραύμα, βρίσκεται πλέον στα χέρια της μητέρας και του πατέρα.

  Ναι, θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για το παραμυθιακό μοτίβο ATU 409A – la fille-chèvre, περιμένοντας την μεταμόρφωση του αμνού σε κανονικό κορίτσι. Στο νου δεν μπορούν να μην έρθουν και τα ATU 450 – petit frère et petite sœur – Αυγερινός και Πούλια, ATU 711 La belle et la vilaine sœurs jumelles, που συναντάται ως Tatterhoodστα παραμύθια των VikingsΤα παραμύθια όμως δεν είναι μόνο μια λίστα... Δεν είναι μόνο μοτίβα που επαναλαμβάνονται, που είναι, λίγο πολύ, γνωστά. Είναι ιστορίες που έχουν ακουστεί απ τη φωνή ενός λαού, έχουν εγγραφεί μέσα μας, περιγράφοντας με λιτό αλλά και συνάμα συμβολικό τρόπο θέματα που αφορούν όλους μας.

  Είναι ίσως απ τις λίγες φορές που παρακολουθούμε στη μεγάλη οθόνη να υφαίνεται με τόσο σεβασμό στην προφορική παράδοση, ένα τέτοιο καλλιτεχνικό προϊόν, «ένα παραμύθι για ενήλικες», όπως τόνισε η Noomi Rapace στα πλαίσια συνέντευξής της στο φεστιβάλ των Καννών, η Maria της ταινίας. Μα μήπως το πρώτο κοινό των παραμυθιών ενήλικες δεν ήταν; Και όχι, στα παραμύθια δεν υπάρχουν μόνο οι νεράιδες κι οι πριγκίπισσες.

  Ο ισλανδός σκηνοθέτης, Valdimar Johanssonn, υπογράφει το πρώτο του φιλμ και μιλάει με εικόνες. Διατηρεί τη δομήτου λαϊκού παραμυθιού, με τον χρόνο να ορίζεται από τον κύκλο της φύσης και τον τόπο, με μεγάλα και αργά πλάνα, να πλαισιώνεται από το καταπράσινο ισλανδικό τοπίο που το δέρνει ο άερας, το πλένει η βροχή, το κρύβει η ομίχλη αλλά και το φωτίζει ένας λαμπρός ήλιος.

  Αν θέλαμε να μιλήσουμε για τα δρώντα πρόσωπα, έτσι όπως ορίζει ο Greimas στη σημειωτική του ανάλυση αντικαθιστώντας τα πρόσωπα και τα «dramatis personae», ίσως θα έπρεπε να τονίσουμε όχι τον ρόλο των ανθρώπινων όντων αλλά της ίδιας της φύσης. Ο σκηνοθέτης, χωρίς να εμβαθύνει παραπάνω στους ήρωές του, αρνείται να δραματοποιήσει εντάσεις ή να εξωτερικεύσει συναισθήματα, αφήνοντας τις παύσεις και τα βλέμματα των ηρώων του, του ζευγαριού, να στοιχειώσουν αυτό το παραμύθι. Το μοτίβο που πραγματεύεται η ταινία, «Θέε μου δώσε μου ένα παιδάκι, ας είναι και προβατάκι» στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάτι που έχουμε δει ουκ ολίγες φορές στη μεγάλη οθόνη[2], σε αστικό όμως και μοντέρνο περιβάλλον. Εδώ, ο αμνός μεταφέρεται στην καρδιά της φύσης η οποία είναι δημιουργός, παρεμβατική,απειλητική και στο τέλος αμείλικτη. Δωρήτρια και σύμμαχος παρόλο που είναι αόρατη και σχεδόν τρομακτική στον στάβλο, φτάνει στο τέλος να πάρει εκδίκηση και να θριαμβεύσει ως αντιήρωας.

  Οι εξωτερικοί παρατηρητές, τα εξωτερικά μάτια είναι αυτοί που σπάνε τη σιωπή και την αδράνεια του ζευγαριού. Η μητέρα, η βιολογική μητέρα της Άντα, η προβατίνα, ψάχνει το αρνί της, σπάει τα δεσμά της στο στάβλο και πηγαίνει κάτω απ τα παράθυρα του σπιτιού, καλώντας με το μουγγάνισμά της το παιδί της. Η μικρή Ada, ο αμνός, ενστικτωδώς ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της μητέρας της. Η Maria κάνει ό,τι περνάει απ το χέρι της για να κόψει αυτόν τον ομφάλιο λώρο και να δημιουργήσει εκείνη έναν με την Ada. Και στο τέλος τα καταφέρνει: σκοτώνει το ζώο για να κρατήσει το αρνάκικοντά της.

  Άλλος εξωτερικός παρατηρητής, κι εν δυνάμει αντίμαχος, ο αδερφός του Ingvar, o Pjetr. Δείχνει με όλους τους τρόπους στο ζευγάρι ότι είναι αφύσικη η στάση που έχουν υιοθετήσει, δεν μπορεί να δεχτεί αυτό το τέρας της φύσης, με το κεφάλι αρνιού και το σώμα κοριτσιού. Ώσπου,στο τέλος, κι ο ίδιος αδυνατεί να αντισταθεί στο τρυφερό βλέμμα της Ada.

  Μια σπουδή πάνω στη μητρότητα απ τη μία, αναδύεται έντονα το μοτίβο της Σολομώντειας λύσης με τις δύο μητέρες που διεκδικούν ένα παιδί, κι απ την άλλη πάνω στην όσμωση που μπορούμε να έχουμε με τα ζώα, με την ίδια τη φύση. Αυτή είναι κυρίαρχος, εκτοπίζει σχεδόν το ανθρώπινο στοιχείο, είναι ήπια μα κι άγρια, ατίθαση κι ικανή για όλα.

  Η Maria και ο Ingvar προσπαθούν να επουλώσουν το τραύμα που τους έχει αφήσει η απώλεια του δικού τους παιδιού. Βλέπουν μια λύση, φτιάχνουν μια λύση μπροστά τους. Εθελοτυφλούν κατ ουσίαν. Πόσο μπορούν όμως πραγματικά να την υποστηρίξουν; Μπορούν πραγματικά να τα βάλουν με τη φύση;

  Το παρελθόν μας είναι ο οδηγός μας. Υπάρχουμε αλλά και υπήρξαμε. Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να κουβαλήσουμε την πορεία μας, τη διαδρομή μας; Μπορούμε ν αντέξουμε την προσωπική ή άλλη αποτυχία μας, χωρίς να αφεθούμε στην ανθρώπινη θέληση για ρεβανσισμό και εντέλει επιβολή και κυριαρχία; Ασκώντας δύναμη και προσπαθώντας να επιβληθεί, ο άνθρωπος πιστεύει ότι όλοι του χρωστούν την ευτυχία του. Είναι ένα χρέος όλων των υπολοίπων προς εκείνον; Υπάρχει κάτι που μπορεί να τον επαναφέρει στην ταπεινότητά του και στη συνειδητοποίηση των ορίων του;

Η ταινία τελειώνει έτσι ακριβώς όπως αρχίζει: με την έντονη παρουσία της φύσης. Που όμως αυτή τη φορά, με τον πιο σκληρό τρόπο, έχει έρθει να δώσει την τελική της απάντηση. Όπως ακριβώς και στα παραμύθια: ίσως άγρια, ωστόσο δίκαια, αποκαθιστώντας την ισορροπία.

 



[1]Η κύηση των προβάτων διαρκεί πέντε μήνες

[2]«Το μωρό της Ρόζμαρι», του 1968, από τον Ρομάν Πολάνσκι


* Η Ειρήνη Χρονοπούλου είναι καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και υποψήφια Διδάκτωρ. Ασχολείται με την αφήγηση αλλά και την έρευνα των λαϊκών παραμυθιών.