Καλή χρονιά εύχομαι!
... και αν είναι ορισμός σας θα μπω στο αρχοντικό σας, μιας και έχω καιρό έρθω να σας φέρω τις σκέψεις μου.
Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ ένα εξαιρετικό σεμινάριο με την κυρία Αίγλή Μπρούσκου και το ΣΥΜΕΠΕ (Σύλλογος Μέριμνας Παιδιού & Εφήβου) στο οποίο δουλευουμε πάνω σε λαικά παραμύθια. Με την ευκαιρία του σεμιναρίου καταθέτω και εδώ μερικές σκέψεις για το γνωστό παραμύθι Ο ΚΑΗΜΟΣ.
Αν δε τον γνωρίζετε μπορείτε εύκολα να το βρείτε στο διαδίκτυο αλλά οι περισσότεροι παραμυθάδες ι το ξέρετε φαντάζομαι. Πιο κάτω κάνω μια μικρή περιγραφή.
Ο Γαργαντούας του Ραμπελέ |
Ένα σκουλήκι (ένα τέρας, ένα δαιμονικό πλάσμα) που ανήκει στην ηρωίδα του παραμυθιού κατατρώει τα πάντα για να θραφεί και εκείνη παρόλο που καταβροχθίζονται συγγενείς, χωριανοί ακόμα και τα παιδιά της …κρατά το στόμα της κλειστό. Ώσπου τα παίρνει όλα πίσω.
Οι σκέψεις
Μια πρόκληση τέθηκε μέσα από τη διαδικασί του σεμιναρίου και αυτή δεν ήταν άλλη από το ναα αφηγηθούμε το παραμύθι σε γνωστούς και φίλους και να δούμε τις αντιδράσεις τους.
Η αλήθεια είναι πως η σκέψη και μόνο να αφήγηθείς ένα τέτοιο παραμύθι ήταν εξόχως... προκλητική. Η αλήθεια είναι πως με προβλημάτισε πολύ. Ως παραμυθού στον δρόμο των παραμυθιών έχω κατασταλάξει στο γεγονός ότι η θέση μου διαφέρει πολύ από αυτή του ερευνητή. Θεωρώ πως είμαι κάτι σαν… μεταφορέας με αποστολή, ας πούμε. Φυσικά όλα αυτά δεν αφορούν την άσκηση αλλά τεκμηριώνουν το γιατί τελικά δεν μπορεσα να αφηγηθώ το παραμύθι.. Το αφηγήθηκα όμως με τον τρόπο μου, με αυτό το σιωπηρό περπάτημα του παραμυθιού που κάνουμε συνήθως οι παραμυθάδες...
Αυτό που με σταμάτησε στο να το αφηγηθώ ήταν το γεγονός πως δεν αισθανόμουν έτοιμη να το μοιραστώ. Νομίζω πως μπορεί να το παρακάνουμε πολλές φορές...ένα παραμύθι είναι στο τέλος τέλος... Θεωρώ όμως πως ο ρόλος του παραμυθά είναι να μεταφέρει, να ξαναλέει το παραμύθι έχοντας όμως «γνώση» του ΤΙ μεταφέρει. Δηλαδή για να φέρω ένα παράδειγμα, αυτός που έχει ένα φορτηγό και μεταφέρει πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, είναι πιθανό να ανησυχεί λίγο περισσότερο από αυτόν που μεταφέρει… γάλα.
Ας πούμε λοιπόν πως με κάνει να αισθάνομαι άβολα, ίσως λίγο περισσότερο από άλλους όταν «μεταφέρω» ένα παραμύθι για το οποίο υπάρχει περίπτωση να βγουν από το στόμα μου λέξεις που δεν πρέπει να «ακουστούν» από κάποιον που μπορεί να μην είναι έτοιμος, να μην τον αφορά ή να μην χρειάζεται να ακούσει το παραμύθι για πολύ σοβαρούς λόγους αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Και αυτό συμβαίνει γιατί για μένα, το παραμύθι μεταφέρει ένα λόγο, ας πούμε, μαγικό. Ας πούμε, μυστικό-μυσταγωγικό και ας πούμε και μεταφυσικό-θεραπευτικό ή αφυπνιστικό . Όχι, δεν θεωρώ πως είμαι κάτι σαν αυτούς τους «μάμπο τζάμπο», new age, τύπου «μαγιολίκια για όλους» παραμυθάδες, θεραπευτές κτλ κτλ. Ξέρω πως εύκολα θα μπορούσα να βρω δυο τρεις ή και περισσότερους ανθρώπους να ακούσουν τον ΚΑΗΜΟ και να μείνουν λίγο κάγκελο, με το στόμα ανοιχτό, να ξαφνιαστούν, να μη δώσουν σημασία, να γελάσουν από αμηχανία ή αδιαφορία ή τελικά να με κοιτάξουν με βλέμμα: «τι ν’ τούτο»; Για μένα και το παραμύθι το «τι ν΄τούτο».
Αν το έλεγα σε παιδιά με παιγνιώδη διάθεση ίσως να γελούσαν ή να παρομοίαζαν το «σκουλήκι» σαν αυτές τις τεράστιες πλαστικές κάμπιες που είναι έξω από τα νηπιαγωγεία που καταπίνουν παιδάκια σε κάθε διάλειμμα. Αν το έλεγα σοβαρή και με στόμφο ίσως με περνούσαν για τίποτα politically correct που κάτι υπονοώ… αλλά τι; (ω όχι άλλη τροφή στην υπερανάλυση, προς Θεού). Αν το έλεγα υπονοώντας τις πράξεις μιας κακομαθημένης κοπελίτσας που ξεκίνησε υποκινούμενη από περιέργεια και θάρρος-θράσσος ή άγνοια για να καταλήξει μια χαροκαμένη μάνα που της καταπίνουν "τα παιδιά" της, ίσως να φαινόταν το παραμύθι …μελό και μακριά από μας αυτά τα πράγματα. Αν το έλεγα αδιάφορα και στεγνά ίσως να βαριόντουσαν, να ξυόντουσαν και να λυγιόντουσαν … και να μάνι μάνι κάποιες πιθανές αντιδράσεις. Που όμως τις φαντάστηκα και δεν τις είδα με τα μάτια μου…
Γαργαντούας, Gustave Dore |
Εκεί στην πρώτη βδομάδα της βαθιάς σέψης για το παραμύθι η λέξη-σκέψη που ξεπήδησε στο μυαλό μου ήταν: ΤΡΟΦΗ ή τροφή τρέφει, γερεύει, μεγαλώνει, δυναμώνει… Η τροφή μου μεγαλώνει τον καημό είναι για μένα σημείο κλειδί και πάντα μιλώ βάσει του τι σκέφτομαι εγώ και όχι τι υπάρχει σαν προσέγγιση από καταξιωμένους ερευνητές που είναι οι αναφορές όλων μας και δεν αμφισβητούνται.
Για κάποιο λόγο απροσδιόριστο μου ήρθαν στο νου καθώς σκεφτόμουν το παραμύθι τα λόγια του Παπά Γιώργη (Παπά σ ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας), όταν είχα μωρό το γιό μου και τον είχα αγκαλιά σε ένα πανηγύρι της Παναγίας. Ο μικρός λοιπόν, όπου έβλεπε ψωμί (μόλις είχε αρχίσει να μασουλάει) γούρλωνε τα μάτια και τραβιόταν να το φτάσει. Ήταν εκεί ένα πανέρι με άρτο. Είχε πει τότε ο Παπα Γιώργης «Άστο ψάχνει φαί, ψάχνει ζωή». Ό, τι θρέφεται ζει. Άρα γιατί να είναι τόσο κακό κάτι να τρώει και να μεγαλώνει; Έστω και σκουλήκι… ψάχνει ζωή έτσι. Ο, τι δεν θρέφεται πεθαίνει οπότε έκανε το σωστό ο σκώληξ.
Τώρα θα πει κανείς ναι, αλλά τι τρώει; Εδώ καταπίνει ανθρώπους όχι αστεία. Και μετά σκέφτηκα πως το μοτίβο της κανιβαλικής τροφής και της αλληλοβοράς σημαίνει πολλές φορές την «ενσωμάτωση». Ότι τρως το ενσωματώνεις. Το βάζεις μέσα σου, το κάνεις μέρος του εαυτού σου.Είμαστε και εμείς κανίβαλοι με ένα τρόπο απέναντι σε όσους αγαπάμε ή «με» όσους αγαπάμε. Η τροφή και ειδικά η κανιβαλική τροφή είναι ένα κομμάτι της μυητικής διαδικασίας έστω και συμβολικά σε όλους τους πολιτισμούς.
Όταν γεννιέται ένα παιδί και το βλέπουμε μωράκι στρουμπουλό, λέμε «αχου το, θα του φάω το μαγουλάκι», «θα του φάω το πωπουδάκι», «καλέ τι όμορφο μωρό… για φάγωμα είναι». Λένε πως αυτό που ζητάμε δεν είναι φυσικά να φάμε το όμορφο μωρό αλλά να το βάλουμε ανάμεσά μας στο σώμα της οικογένειας μας, της φυλής… της κοινωνίας μας. Με έναν «ανθρωποφαγικό» τρόπο να το προστατέψουμε βάζοντας το μέσα στις ζεστές κοιλιές μας. Να το κάνουμε ένα μ εμάς.
Συνδυάζοντας τα δεδομένα: το θάρρος, την άγνοια (?) ή τον παρορμητισμό της κοπέλας να πάρει Καημό και να τον θρέψει (να του δώσει ζωή) από την μια και από την άλλη την αδηφάγα όρεξη για φαγητό, του Καημού (ανάγκη να ενσωματώσει) σε συνδυασμό επίσης με την υπομονή, τη σιωπή ή και την «συνενοχή» της κοπέλας σκεφτόμαστε: μήπως αυτοί οι δυο ήταν ένα πράμα και κάπου το πήγαιναν το θέμα;
Αλήθεια εμείς θρέφουμε τους καημούς μας; Δηλαδή τις σκέψεις, τις ιδέες, τις επιδιώξεις μας, ακόμα και τις εξαρτήσεις, τις μανίες ή τους νταλκάδες μας; Τα όνειρά μας, της αγάπες μας βρε αδερφέ; Θρέφουμε όλα τούτα που θα μας μεγαλώσουν, θα μας πάνε εμπρός, θα μας αναπτύξουν (?) υλικά και συναισθηματικά: γνώση, συναισθήματα, υλικά αγαθά. Μήπως τελικά η κοπέλα ήξερε τι έκανε διαλέγοντας να έχει «καημό» και όχι να είναι καμιά οκνηρή μίζερη που θα την πάντρευαν με όποιον ήθελαν και θα της κανόνιζαν τη ζωή… και φυσικά εδώ «μπαίνει» και η επιλογή της «σιωπής». Για μένα η ηρωίδα του ΚΑΗΜΟΥ είναι η πιο «χειραφετημένη» από τις σιωπηλές ηρωίδες. Με ένα εσωτερικό και ενδόμυχο τρόπο μένει πιστή στο «σιωπηλό συμβόλαιο» με τον εαυτό της. Μα πως να μοιραστείς κάτι τόσο "μυστικό" σχεδόν μυστικιστικό και προσωπικό, ακόμα και μια κακή συνήεθια ή μια εξάρτηση...με κάποιον τρίτο. Ετσι αυτή παραμένει "πιστή" ως το τέλος. Ό,τι και να γίνει εκείνη θα «ταϊζει» τον καημό της ακόμα και με τη σάρκα από τη σάρκα της...τα παιδιά της.
Αν δεν πάμε τόοοοσο βαθιά και μιλήσουμε για κάθε είδος καημό. Τίποτα δεν αποκτιέται χωρίς «καημό», χωρίς νταλκά, χωρίς μεράκι που γίνεται σκουλήκι μέσα μας και μεγαλώνει για να μας μεγαλώσει εμάς τους ίδιους να μας πάει παραπέρα;
Πολλές φορές αυτοί οι καημοί είναι λογικοί, άλλες παράλογοι. Ένας πλατωνικός και ανομολόγητος έρωτας, ας πούμε, που μας κατατρώει και τον ταιζουμε ενώ ξέρουμε πως δεν θα βγάλει πουθενά ή αντίθετα θα μας βλάψει ή μια «αδυναμία» μας, μια εξάρτηση: σε ουσίες, στο τζόγο ή ακόμα και στο φαγητό… Εξαρτήσεις που μας απομακρύνουν από την «εξέλιξη» μας από την αυτονομίας μας… από την πορεία μας για να γίνουμε «βασιλιάδες». Που αν όμως καταφέρουμε να το «τιθασεύσουμε» θα γίνει για μας μάθημα ζωής.
Υπάρχουν όμως και άλλοι «καημοί» πιο καθημερινοί ας πούμε. Έχουμε καημό να μεγαλώσουμε, να μάθουμε, να φτιάξουμε τη ζωή μας, καημό να παντρευτούμε, καημό να κάνουμε παιδιά, καημό να πάει καλά η δουλειά μας, καημό να προικίσουμε τα παιδιά μας… αχ καημοί ατέλειωτοι, αλλά καημοί που μας εξελίσσουν… μας προχωράνε…
Ως κατακλείδα θυμίζω και αυτή την Ινδιάνικη ιστορία με τους δυο λύκους (εαυτούς) : τον καλό και τον κακό που τελικά εσύ αποφασίζεις… ποιον θα θρέψεις και πως θα πορευτείς στη ζωή… και αυτοί κάτι θέλουν να φάνε …
Ό,τι θρέφουμε μέσα μας μεγαλώνει και είτε μας καταπίνει κι εμάς είτε στο τέλος σκάει και μας γυρίζει πίσω το χρόνο και τον κόπο μας …εμείς επιλέγουμε τελικά
«Άστο ψάχνει φαί, ψάχνει ζωή…» είχε πει ο Παπα Γιώργης.