Η "Αχελώνα" φιλοξενεί ένα άρθρο της αγαπημένης φίλης και συνοδοιπόρου αφηγήτριας Αναστασίας Δεληγιάννη. Την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και για τη διαδρομή.
Η γυναίκα που την έχτισε ο άντρας της στον νεροχύτη
της Αναστασίας Δεληγιάννη
Μερικές σκέψεις για την πορεία της παντρεμένης γυναίκας στο
παραμύθι, βασισμένες σε μία αφήγηση.
– Παντρευτήκαμε το απόγευμα, στο σπίτι, έλεγε,
κι εγώ φορούσα μαντίλι, είχα και τα μάτια χαμηλά – πού να τα σηκώσω! – μες στο
μισοσκόταδο δεν τον είδα. Το βράδυ πάμε να κοιμηθούμε, τότε δεν είχαμε φώτα και
τέτοια πράματα, όλα σκοτάδι. Με το σκοτάδι έφυγε κι αυτός να πάει να βγάλει τα
πρόβατα. Την άλλη μέρα ήταν το γλέντι. Καθόμουν με τη συννυφάδα μου και μπαίνει
στο χορό ένας ωραίος άντρας, να, μέχρι εκεί πάνω. Μωρέ, τι ωραίος άντρας είν’
αυτός, λέω στη συννυφάδα μου. Δεν τον γνωρίζεις; μου λέει αυτή. Όχι, της λέω. Ο
άντρας σου είναι, μου απαντάει. Αυτός που παντρεύτηκες εχθές.
Στο παραμύθι «Ο Χρυσοπράσινος αετός»
η ηρωίδα λέει στις αδερφές της:
– Καλά περνώ, μα δεν ξέρω ποιός είναι
ο άντρας μου… το βράδυ μου έρχεται ύπνος βαθύς και κοιμούμαι. (Συλλογή Μέγα).
Στον κόσμο της παράδοσης η
γυναίκα, αφού γοητέψει το βασιλόπουλο καλείται να εξοικειωθεί με το άγνωστο, να
τιθασέψει το θεριό. Πρέπει να ξεγελάσει τη Λάμια-πεθερά και να υποσχεθεί αυτό
που δεν είναι καθόλου σίγουρη πως θα δώσει. «Θα σου κάνω δυο αγόρια σαν τον
ήλιο και σαν το φεγγάρι και μια κόρη σαν την άνοιξη», τάζει στο βασιλιά για να
την κάνει βασίλισσα.
Κι εκεί αρχίζει ο αγώνας. Ας
έρθει ένα παιδί κι ας είναι και κατσικούλα, κοράκι, βατραχάκι, «ας είναι, Θεέ
μου, και φιδάκι. Αρκεί να μη σημαδευτεί με
το στίγμα της στειρότητας, κι ας το πάρει το παιδί η γοργόνα όταν γίνει δώδεκα
χρονών. Κι έρχονται τα παιδιά, τα αγόρια, αλλά δεν είναι παιδιά, αλλά «ένα
σκυλάκι κι ένα γατάκι», μισιακά, αλλαξοπαίδια· τότε η μοίρα της είναι τρομερή.
Στο ουαλικό Μαμπινόγκιον η Ρίανον, πους στη θέση του νεογέννητου πρίγκιπα της
έχουν βάλει ένα κουτάβι, υποχρεώνεται να δέχεται τα χτυπήματα των καλεσμένων
και να κουβαλάει στην πλάτη της όποιον επισκέπτεται το παλάτι. Στην Κρήτη η
γυναίκα , που της αλλάζουν τα παιδιά οι αδερφές της, χτίζεται στο νεροχύτη και
πίνει όλα τα απονέρια (Χουρδάκης), στη Μέση Ανατολή κλείνεται στο πιο σκοτεινό
κι ανήλιαγο μπουντρούμι.
[Ένας φίλος που δουλεύει με
παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε μια κουβέντα μας, μου έλεγε για το πόσο τον
ξενίζει η συμπεριφορά της πλειονότητας των πατεράδων που θεωρούν πως το παιδί
είναι ευθύνη – και σε πολλές περιπτώσεις και υπευθυνότητα – της μητέρας,
αφήνοντάς την τόσο συναισθηματικά αλλά πλειστάκις και οικονομικά ακάλυπτη].
Τα θάρρητα της γυναίκας, λοιπόν, είναι
μόνο στα τα παιδιά της, σαν μεγαλώσουν να αποδείξουν την αξία τους, πως είναι
ικανά να φέρουν το όνομα του βασιλιά πατέρα τους. Τότε και μόνο η πιστή Σίτα στη
Ραμαγιάνα επιστρέφει από την ερημιά, όπου έχει καταφύγει έγκυος και
συκοφαντημένη, πάνω στις πλάτες των γιών της – και αποθεώνεται, όταν η αφοσίωσή
της σ’ εκείνον που την πρόδωσε είναι πλήρης.
Κι αν τα παιδιά είναι όλα
κορίτσια;
Η γυναίκα που μιλούσε παραπάνω
συνεχίζει:
–Ο άντρας μου καλά πέρασε.
Χορτασμένος κι ευχαριστημένος πήγε. Αλίμονο στις αδερφούλες μου, που πέθαναν μικρές μες στην πείνα και στη
στέρηση… Όταν η μάνα μου έκανε την τελευταία κοπέλα ήμασταν ήδη πέντε.
Στεναχωρέθηκε τόσο, που για να μην αρρωστήσει μια γριά της είπε: «Α, μωρή
χαμένη, τι κλαις. Κορίτσια είναι. Δε θέλουν πολλά. Θα σου πεθάνει και κανένα,
δεν αντέχουν πολύ». Ακούς τι της είπε; Θα σου πεθάνει και κανένα…
Και πάλι στο παραμύθι, ήταν ένας
φτωχός που είχε τρία κορίτσια. «Ποια θα πάρει τον αράπη, να σωθούμε όλοι;» τις
ρωτάει. Σαν να ρίχνουνε τον κλήρο, να δούνε ποιος θα φαγωθεί. Κορίτσια είναι,
και να χαθεί και κανένα… Όσο γι’ αυτά που μένουν, η πορεία είναι γνωστή:
παντρεύονται τον πρίγκιπα, κοιμούνται με τον άγνωστο κι ελπίζουν στην καταξίωση
που θα τους φέρουν τα παιδιά τους.